Δείτε επίσης: αναφανδόν

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναφανδόν < (ἀναφαίνω) ἀναφαν- + -δόν[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀναφανδόν

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αναφανδόν - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία