Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναβρυτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αναβρυτήρι
ο
τα
αναβρυτήρι
α
γενική
του
αναβρυτηρί
ου
&
αναβρυτήρι
ου
των
αναβρυτηρί
ων
αιτιατική
το
αναβρυτήρι
ο
τα
αναβρυτήρι
α
κλητική
αναβρυτήρι
ο
αναβρυτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναβρυτήριο
<
αναβρύω
+
-τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναβρυτήριο
ουδέτερο
(
λόγιο
)
σιντριβάνι
,
πίδακας
(
λόγιο
)
ξεχείλισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναβρυτήριο
αγγλικά
:
fountain
(en)
,
spring
(en)
,
outpouring
(en)
(2)