Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συντετριμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συντετριμμέν
ος
η
συντετριμμέν
η
το
συντετριμμέν
ο
γενική
του
συντετριμμέν
ου
της
συντετριμμέν
ης
του
συντετριμμέν
ου
αιτιατική
τον
συντετριμμέν
ο
τη
συντετριμμέν
η
το
συντετριμμέν
ο
κλητική
συντετριμμέν
ε
συντετριμμέν
η
συντετριμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συντετριμμέν
οι
οι
συντετριμμέν
ες
τα
συντετριμμέν
α
γενική
των
συντετριμμέν
ων
των
συντετριμμέν
ων
των
συντετριμμέν
ων
αιτιατική
τους
συντετριμμέν
ους
τις
συντετριμμέν
ες
τα
συντετριμμέν
α
κλητική
συντετριμμέν
οι
συντετριμμέν
ες
συντετριμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συντετριμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συντρίβω
Μετοχή
επεξεργασία
συντετριμμένος, -η, -ο
και
συντριμμένος
που έχει
συντριβεί
, που έχει υποστεί
συντριβή
εξαιρετικά
λυπημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συντετριμμένος
αγγλικά
:
devastated
(en)
,
συντετριμμένος λόγω θανάτου οικείου προσώπου
:
bereaved
(en)
γαλλικά
:
dévasté
(fr)