δικαστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δικαστήριον | τὰ | δικαστήριᾰ |
γενική | τοῦ | δικαστηρίου | τῶν | δικαστηρίων |
δοτική | τῷ | δικαστηρίῳ | τοῖς | δικαστηρίοις |
αιτιατική | τὸ | δικαστήριον | τὰ | δικαστήριᾰ |
κλητική ὦ! | δικαστήριον | δικαστήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαστηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δικαστηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δικαστήριον < δικάζω, δικασ- + -τήριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: δικαστήριο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δικαστήριον, -'ου ουδέτερο
- (νομικός όρος) το δικαστήριο (ο τόπος)
- (νομικός όρος) το δικαστικό σώμα
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις δικάζω και δίκη
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δικαστήριον» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δικαστήριον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.