αεροδικείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροδικείο < αερο- + -δικείο, κατά το στρατοδικείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροδικείο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, νομικός όρος στρατιωτικό δικαστήριο για τους οπλίτες και αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροδικείο
|