στρατοδίκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατοδίκης < στρατοδικ(είο) + -ης. Μορφολογικά αναλύεται σε στρατο- + -δίκης
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρατοδίκης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος, νομικός όρος) στρατιωτικός δικαστής, μέλος στρατοδικείου
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις στρατός και δίκη
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατοδίκης
|