υποεπιτροπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.e.pi.tɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐ε‐πι‐τρο‐πή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποεπιτροπή θηλυκό
- μικρή επιτροπή, μέρος μιας μεγαλύτερης
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποεπιτροπή