commissioner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
commissioner | commissioners |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcommissioner (en)
- ο επίτροπος
- (ειδικότερα, επάγγελμα) ο/η αστυνόμος, ο διευθυντής
- ⮡ The Police Commissioner ordered the streets be cleared.
- Ο Διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε ν' αδειάσουν οι δρόμοι.
- ⮡ The Police Commissioner ordered the streets be cleared.