zorganto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zorganto | zorgantoj |
αιτιατική | zorganton | zorgantojn |
zorganto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zorganto | zorgantoj |
αιτιατική | zorganton | zorgantojn |
zorganto (eo)