Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηδεμονεύω < κηδεμόνας + -εύω < αρχαία ελληνική κηδεμών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciðemoˈnevo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐δε‐μο‐νεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

κηδεμονεύω (παθητική φωνή: κηδεμονεύομαι)

  1. (κυριολεκτικά) είμαι κηδεμόνας κάποιου και ασκώ τα σχετικά καθήκοντα
  2. (μεταφορικά) ελέγχω ή εξουσιάζω κάποιον επιβάλλοντας τη θέληση και άποψή μου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία