κηδεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κηδεστής | οι | κηδεστές |
γενική | του | κηδεστή | των | κηδεστών |
αιτιατική | τον | κηδεστή | τους | κηδεστές |
κλητική | κηδεστή | κηδεστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακηδεστής αρσενικό
- ο συγγενής κάποιου εξ αγχιστείας, από επιγαμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηδεστής
|