φροντιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φροντιστής < αρχαία ελληνική φροντιστής < φροντίζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φροντιστής αρσενικό και θηλυκό
- (επάγγελμα) εκείνος που είναι αρμόδιος για τη φροντίδα συγκεκριμένων τομέων
- ιπτάμενος φροντιστής : ο,η αεροσυνοδός, επιμελητής πτήσης
- φροντιστής επιβατηγών πλοίων : μεριμνά για την προμήθεια υλικών και τροφίμων και για τα λογιστικά
- φροντιστής μαθηματικών: ο καθηγητής που εργάζεται σε φροντιστήριο
- φροντιστής ασθενούς : επαγγελματίας ή συγγενής που έχει τη μόνιμη φροντίδα ατόμου συνήθως τρίτης ηλικίας, κατάκοιτου ή πάντως απολύτως εξαρτημένου