Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηδευτής οι κηδευτές
      γενική του κηδευτή των κηδευτών
    αιτιατική τον κηδευτή τους κηδευτές
     κλητική κηδευτή κηδευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηδευτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κηδευτής αρσενικό (θηλυκό κηδεύτρια)

  1. ιερέας ή ιέρεια κηδείας
  2. συγγενής του νεκρού
  3. αυτός που πληρώνει για την κηδεία
  4. αυτός που δέχεται στον χώρο του τον τάφο

  Μεταφράσεις επεξεργασία