Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξόδιος η εξόδια
εξόδιος
το εξόδιο
      γενική του εξόδιου
εξοδίου
της εξόδιας
εξοδίου
του εξόδιου
εξοδίου
    αιτιατική τον εξόδιο την εξόδια
εξόδιο
το εξόδιο
     κλητική εξόδιε εξόδια
εξόδιε
εξόδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξόδιοι οι εξόδιες
εξόδιοι
τα εξόδια
      γενική των εξόδιων
εξοδίων
των εξόδιων
εξοδίων
των εξόδιων
εξοδίων
    αιτιατική τους εξόδιους
εξοδίους
τις εξόδιες
εξοδίους
τα εξόδια
     κλητική εξόδιοι εξόδιες
εξόδιοι
εξόδια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξόδιος < ἐξόδιος / έξοδος + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

εξόδιος

  1. που οδηγεί στην έξοδο, συνήθως μεταφορικά, στην έξοδο από τη ζωή / στο τέλος
    (σχετικά με το θάνατο) εξόδιος ακολουθία, εξόδιος χαιρετισμός, εξόδιος θεία λειτουργία
    εξόδιος ομιλία
    εξόδιον μέλος (το τελευταίο τμήμα σε τραγωδία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία