Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξοδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξοδιάζω

ἐξοδιασμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γεωργηλάς στις Πηγές Του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας