ξοδεύτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξοδεύτρα | οι | ξοδεύτρες |
γενική | της | ξοδεύτρας | — | |
αιτιατική | την | ξοδεύτρα | τις | ξοδεύτρες |
κλητική | ξοδεύτρα | ξοδεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξοδεύτρα θηλυκό
- αυτή που ξοδεύει πέρα από λογικούς περιορισμούς
- η καταναλώτρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξοδεύτρα
|