Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξοδεύτρα οι ξοδεύτρες
      γενική της ξοδεύτρας
    αιτιατική την ξοδεύτρα τις ξοδεύτρες
     κλητική ξοδεύτρα ξοδεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξοδεύτρα < ξοδευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξοδεύτρα θηλυκό

  1. αυτή που ξοδεύει πέρα από λογικούς περιορισμούς
  2. η καταναλώτρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία