Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δαπανημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δαπανημέν
ος
η
δαπανημέν
η
το
δαπανημέν
ο
γενική
του
δαπανημέν
ου
της
δαπανημέν
ης
του
δαπανημέν
ου
αιτιατική
τον
δαπανημέν
ο
τη
δαπανημέν
η
το
δαπανημέν
ο
κλητική
δαπανημέν
ε
δαπανημέν
η
δαπανημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δαπανημέν
οι
οι
δαπανημέν
ες
τα
δαπανημέν
α
γενική
των
δαπανημέν
ων
των
δαπανημέν
ων
των
δαπανημέν
ων
αιτιατική
τους
δαπανημέν
ους
τις
δαπανημέν
ες
τα
δαπανημέν
α
κλητική
δαπανημέν
οι
δαπανημέν
ες
δαπανημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δαπανημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δαπανώ
Μετοχή
επεξεργασία
δαπανημένος, -η, -ο
που τον έχουμε
δαπανήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαπανημένος