δαπανώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαπανώμαι < παθητική φωνή του ρήματος δαπανώ
Ρήμα
επεξεργασίαδαπανώμαι (& δαπανιέμαι)
- ξοδεύομαι (για χρήματα, δυνάμεις (όχι για έλλογα πλάσματα)
- Τον Ιούνιο δαπανήθηκαν 408 εκατ. ευρώ σε νέες παραγγελίες πλοίων