reimbursement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reimbursement | reimbursements |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαreimbursement (en)
- η αποζημίωση, η επιστροφή των χρημάτων
Πηγές
επεξεργασία- reimbursement - Cambridge Dictionary online
- reimbursement - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 100-101. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποζημίωση