Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
visit visits

visit (en)

  • η επίσκεψη
    ⮡  during my first visit to London - κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο
ενεστώτας visit
γ΄ ενικό ενεστώτα visits
αόριστος visited
παθητική μετοχή visited
ενεργητική μετοχή visiting

visit (en)

  1. (μεταβατικό) επισκέπτομαι, πάω να δω ένα άτομο ή ένα μέρος για ένα χρονικό διάστημα
    ⮡  Visit Greece!
    Επισκεφθείτε την Ελλάδα!
    ⮡  In the summer, we will visit our cousins in Greece.
    Το καλοκαίρι θα επισκεφτούμε τα ξαδέρφια μας στην Ελλάδα.
    ⮡  I have visited three European countries so far.
    Έχω επισκεφτεί τρεις ευρωπαϊκές χώρες μέχρι στιγμής.
  2. (μεταβατικό) επισκέπτομαι, κάνω μια επίσημη επίσκεψη σε κάποιον, για παράδειγμα για να κάνω ελέγχους ή να δώσω συμβουλές
    ⮡  In addition to his visit to Belgium and Italy, the prime minister will also visit France in between.
    Εκτός από την επίσκεψή του στο Βέλγιο και την Ιταλία, ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ενδιάμεσα και τη Γαλλία.