faber
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- faber < πρωτοϊταλική *fabros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰabʰ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
faber (la) αρσενικό
- ο εργάτης, ο τεχνίτης
- faber lignarius : ο ξυλουργός
- faber aerarius: ο σιδηρουργός
- στον πληθυντικό: χειρώνακτες
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faber | fabrī |
γενική | fabrī | fabrōrum |
δοτική | fabrō | fabrīs |
αιτιατική | fabrum | fabrōs |
κλητική | faber | fabrī |
αφαιρετική | fabrō | fabrīs |
Επίθετο επεξεργασία
faber (la), -bra, -brum
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | faber | fabra | fabrum | fabrī | fabrae | fabra |
γενική | fabrī | fabrae | fabrī | fabrōrum | fabrārum | fabrōrum |
δοτική | fabrō | fabrae | fabrō | fabrīs | fabrīs | fabrīs |
αιτιατική | fabrum | fabram | fabrum | fabrōs | fabrās | fabra |
κλητική | faber | fabra | fabrum | fabrī | fabrae | fabra |
αφαιρετική | fabrō | fabrā | fabrō | fabrīs | fabrīs | fabrīs |