χειρώνακτας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειρώνακτας < αρχαία ελληνική χειρῶναξ < ἄναξ τῶν χειρῶν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειρώνακτας αρσενικό
- εκείνος που ασχολείται αποκλειστικά με χειρωνακτικές εργασίες, ως εργάτης, οικοδόμος, αχθοφόρος, που κάνει συνήθως κάποια δουλειά βαριά
- (κατ' επέκταση, υποτιμητικά, μη ακριβές) αυτός που δεν κάνει δουλειά γραφείου ή δουλειά που βασίζεται κυρίως ή μόνο στη σκέψη (διανοητική εργασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειρώνακτας