Δείτε επίσης: ἐργοστασιάρχης, εργοταξιάρχης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εργοστασιάρχης οι εργοστασιάρχες
      γενική του
του/της
εργοστασιάρχη
εργοστασιάρχου
των εργοστασιαρχών
    αιτιατική τον/την εργοστασιάρχη τους/τις εργοστασιάρχες
     κλητική εργοστασιάρχη
(εργοστασιάρχα)
εργοστασιάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργοστασιάρχης < εργοστάσι(ο) + -άρχης. Η ελληνιστική ἐργοστασιάρχης, προϊσάμενος εργαστηρίου.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργοστασιάρχης αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία