εργοστασιάρχισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργοστασιάρχισσα < εργοστασιάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργοστασιάρχισσα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργοστασιάρχισσα
|