Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοστασιάρχαινα οι εργοστασιάρχαινες
      γενική της εργοστασιάρχαινας
    αιτιατική την εργοστασιάρχαινα τις εργοστασιάρχαινες
     κλητική εργοστασιάρχαινα εργοστασιάρχαινες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργοστασιάρχαινα < εργοστασιάρχ(ης) + -αινα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργοστασιάρχαινα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία