Werk
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Werk | Werke |
γενική | Werk(e)s | Werke |
δοτική | Werk(e) | Werken |
αιτιατική | Werk | Werke |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Werk (de), ουδέτερο
- έργο, το προϊόν της εργασίας
- λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα
- Die Werke Goethes. - Τα έργα του Γκαίτε.
- εργοστάσιο, βιομηχανία
- Die Firma eröffnet ein neues Werk. - Η εταιρεία ανοίγει ένα νέο εργοστάσιο.
- (στον πληθυντικό) χειροτεχνία