Werken
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Werken < Werk
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Werken (de) ουδέτερο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
Werken (de) ουδέτερο
- δοτική πληθυντικού του Werk
Werken (de) ουδέτερο
Werken (de) ουδέτερο