fabriko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fabriko | fabrikoj |
αιτιατική | fabrikon | fabrikojn |
fabriko (eo)
- η φάμπρικα, το εργοστάσιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fabriko | fabrikoj |
αιτιατική | fabrikon | fabrikojn |
fabriko (eo)