πρωτουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτουργός < αρχαία ελληνική πρωτουργός[1] [2] [3] < πρῶτος + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pro.turˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τουρ‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτουργός αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) που πρώτος σχεδίασε ή επιτέλεσε κάποιο (σημαντικό) έργο / επίτευγμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτουργός
|
- ↑ πρωτουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πρωτουργός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πρωτουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.