δημιουργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημιουργέω < δημιουργός < δῆμος + ἔργον
Ρήμα
επεξεργασίαδημιουργέω
- εργάζομαι, είμαι επαγγελματίας
- είμαι τεχνίτης
- δημιουργώ, κατασκευάζω
- κατέχω το δημόσιο αξίωμα του δημιουργού
δημιουργέω