πύηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πύηση | οι | πυήσεις |
γενική | της | πύησης* | των | πυήσεων |
αιτιατική | την | πύηση | τις | πυήσεις |
κλητική | πύηση | πυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πύηση < ελληνιστική κοινή ποίησις < πυέω < αρχαία ελληνική πύον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πύηση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πύηση
|