διαπύηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπύηση | οι | διαπυήσεις |
γενική | της | διαπύησης* | των | διαπυήσεων |
αιτιατική | τη | διαπύηση | τις | διαπυήσεις |
κλητική | διαπύηση | διαπυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπύηση θηλυκό
- η επιπλοκή της κατάστασης ενός τραύματος που παρατηρείται όταν εμφανίζεται πύον κάποιες ώρες ή μέρες μετά τη δημιουργία της τομής· το πύον αρχικά βρίσκεται σε δερμάτινη κάψα, η οποία διαρρηγνύεται, αν το περιεχόμενό της δεν απορροφηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπύηση
|