Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποσοστιαίος η ποσοστιαία το ποσοστιαίο
      γενική του ποσοστιαίου της ποσοστιαίας του ποσοστιαίου
    αιτιατική τον ποσοστιαίο την ποσοστιαία το ποσοστιαίο
     κλητική ποσοστιαίε ποσοστιαία ποσοστιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποσοστιαίοι οι ποσοστιαίες τα ποσοστιαία
      γενική των ποσοστιαίων των ποσοστιαίων των ποσοστιαίων
    αιτιατική τους ποσοστιαίους τις ποσοστιαίες τα ποσοστιαία
     κλητική ποσοστιαίοι ποσοστιαίες ποσοστιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποσοστιαίος < ποσοστό + -ιαίος

  Επίθετο επεξεργασία

ποσοστιαίος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία