Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ποσοστιαίο

  1. ποσοστιαίος, στην αιτιατική του ενικού

ποσοστιαίο, ουδέτερο του ποσοστιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού