ποσοστιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαποσοστιαίο
- ποσοστιαίος, στην αιτιατική του ενικού
ποσοστιαίο, ουδέτερο του ποσοστιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
ποσοστιαίο
ποσοστιαίο, ουδέτερο του ποσοστιαίος