percent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpercent (en) (χωρίς παραθετικά)
- τοις εκατό, τα εκατό, στα εκατό
- ⮡ fifty percent = 50% - πενήντα τοις εκατό = 50%
- ⮡ five percent - πέντε τα/στα/τοις εκατό
- ⮡ fifty percent = 50% - πενήντα τοις εκατό = 50%
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
percent | percent / percents |
percent (en)