Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποσοστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ποσοστικ
ός
η
ποσοστικ
ή
το
ποσοστικ
ό
γενική
του
ποσοστικ
ού
της
ποσοστικ
ής
του
ποσοστικ
ού
αιτιατική
τον
ποσοστικ
ό
την
ποσοστικ
ή
το
ποσοστικ
ό
κλητική
ποσοστικ
έ
ποσοστικ
ή
ποσοστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ποσοστικ
οί
οι
ποσοστικ
ές
τα
ποσοστικ
ά
γενική
των
ποσοστικ
ών
των
ποσοστικ
ών
των
ποσοστικ
ών
αιτιατική
τους
ποσοστικ
ούς
τις
ποσοστικ
ές
τα
ποσοστικ
ά
κλητική
ποσοστικ
οί
ποσοστικ
ές
ποσοστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποσοστικός
<
ποσοστό
/
ποσόστωση
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ποσοστικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
ποσοστό
ή
ποσόστωση
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
ποσοστικά
→
δείτε
τις λέξεις
ποσοστό
και
πόσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποσοστικός