κρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος κρίνω
Ρήμα
επεξεργασίακρίνομαι
- με κρίνουν, με κατατάσσουν, με αξιολογούν
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρίνομαι
|