ενικός         πληθυντικός  
evaluation evaluations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

evaluation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αξιολόγηση, η εκτίμηση, η αποτίμηση
    ⮡  The evaluation cannot be made based on personal criteria.
    Η αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με προσωπικά κριτήρια.
    ⮡  the evaluation of the damage - η εκτίμηση/αποτίμηση της ζημιάς
    ⮡  the teacher’s evaluation of a student’s work - η εκτίμηση της δουλειάς ενός μαθητή από το δάσκαλό του
    ⮡  The evaluation he made of her character turned out correct.
    Η εκτίμηση που έκανε για το χαρακτήρα της βγήκε σωστή.
    ⮡  An expression is a combination of values, variables, and operators, which computes to a value. The computation is called an evaluation.
    Μια έκφραση είναι ένας συνδυασμός τιμών, μεταβλητών και τελεστών, ο οποίος υπολογίζει μια τιμή. Ο υπολογισμός ονομάζεται αποτίμηση.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία