παραγνώριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραγνώριση | οι | παραγνωρίσεις |
γενική | της | παραγνώρισης* | των | παραγνωρίσεων |
αιτιατική | την | παραγνώριση | τις | παραγνωρίσεις |
κλητική | παραγνώριση | παραγνωρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραγνωρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραγνώριση < παραγνωρίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραγνώριση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραγνωρίζω και γνωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγνώριση
|