Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
estimable estimables

  Επίθετο επεξεργασία

estimable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) που μπορεί να εκτιμηθεί
  2. αξιότιμος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη estimer