ενικός         πληθυντικός  
chiffrage chiffrages

Ουσιαστικό

επεξεργασία

chiffrage (fr) αρσενικό

  1. η κρυπτογραφία
  2. η κρυπτογράφηση
  3. η αρίθμηση
  4. ο υπολογισμός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη chiffrer