kalkulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalkulo | kalkuloj |
αιτιατική | kalkulon | kalkulojn |
kalkulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalkulo | kalkuloj |
αιτιατική | kalkulon | kalkulojn |
kalkulo (eo)