valuation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
valuation | valuations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
valuation (en)
- η εκτίμηση, μια επαγγελματική κρίση για το πόσα χρήματα αξίζει κάτι
- ↪ The surveyors ended up at very different valuations.
- Οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις.
- ↪ The surveyors ended up at very different valuations.