wreak
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wreak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wreaks |
αόριστος | wreaked, wrought |
παθητική μετοχή | wreaked, wrought |
ενεργητική μετοχή | wreaking |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwreak (en)
ενεστώτας | wreak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wreaks |
αόριστος | wreaked, wrought |
παθητική μετοχή | wreaked, wrought |
ενεργητική μετοχή | wreaking |
wreak (en)