reek
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | reek |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reeks |
αόριστος | reeked |
παθητική μετοχή | reeked |
ενεργητική μετοχή | reeking |
reek (en)
- (αμετάβατο) βρομάω, βρομοκοπάω, μυρίζω άσχημα, όζω, ζέχνω
- (αμετάβατο, μεταφορικά) βρομάω, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 177. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρομοκοπώ, βρομώ