Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹiːk/
ομόηχο: wreak
ενεστώτας reek
γ΄ ενικό ενεστώτα reeks
αόριστος reeked
παθητική μετοχή reeked
ενεργητική μετοχή reeking

reek (en)

  1. (αμετάβατο) βρομάω, βρομοκοπάω, μυρίζω άσχημα, όζω, ζέχνω
    ⮡  Your feet reek!
    Τα πόδια σου βρομοκοπούν!
    ⮡  That fish reeks.
    Αυτό το ψάρι βρομάει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stink
  2. (αμετάβατο, μεταφορικά) βρομάω, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις
    ⮡  The whole business reeks.
    Βρομάει η όλη υπόθεση.
     συνώνυμα: stink
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 177. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βρομοκοπώ, βρομώ