ζέχνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζέχνω < μεσαιωνική ελληνική ζένω < ελληνιστική κοινή ὤζεσα, αόριστος του αρχαία ελληνική ὄζω
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ζέχνω, πρτ.: έζεχνα, αόρ.: έζεξα, χωρίς παθητικούς τύπους