ενεστώτας stink
γ΄ ενικό ενεστώτα stinks
αόριστος stank, stunk
παθητική μετοχή stunk
ενεργητική μετοχή stinking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stink (en)

  1. (αμετάβατο) βρομάω, βρομοκοπάω, όζω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα
    ⮡  Your feet stink!
    Τα πόδια σου βρομοκοπούν!
    ⮡  That fish stinks.
    Αυτό το ψάρι βρομάει.
    ⮡  The river stinks from the industrial waste.
    Ο ποταμός όζει από τα βιομηχανικά λύματα.
    ⮡  The central part of the city stinks.
    Ζέχνει κεντρικό σημείο της πόλης.
     συνώνυμα: reek, smell bad
  2. (αμετάβατο) βρομάω, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις
    ⮡  The whole business stinks.
    Βρομάει η όλη υπόθεση.
     συνώνυμα: reek

Παράγωγα

επεξεργασία