ενεστώτας stink up
γ΄ ενικό ενεστώτα stinks up
αόριστος stank up, stunk up
παθητική μετοχή stunk up
ενεργητική μετοχή stinking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stink up < → δείτε τις λέξεις stink και up

stink up (en)

  • βρομίζω, κάνω κάτι να μυρίζει άσχημα
    ⮡  You will stink up the whole place with your cheap cigars.
    Θα βρομίσεις όλον το τόπο με τα παλιοπούρα σου.