Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτοκαμωμένος η λεπτοκαμωμένη το λεπτοκαμωμένο
      γενική του λεπτοκαμωμένου της λεπτοκαμωμένης του λεπτοκαμωμένου
    αιτιατική τον λεπτοκαμωμένο τη λεπτοκαμωμένη το λεπτοκαμωμένο
     κλητική λεπτοκαμωμένε λεπτοκαμωμένη λεπτοκαμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτοκαμωμένοι οι λεπτοκαμωμένες τα λεπτοκαμωμένα
      γενική των λεπτοκαμωμένων των λεπτοκαμωμένων των λεπτοκαμωμένων
    αιτιατική τους λεπτοκαμωμένους τις λεπτοκαμωμένες τα λεπτοκαμωμένα
     κλητική λεπτοκαμωμένοι λεπτοκαμωμένες λεπτοκαμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτοκαμωμένος < λεπτο- + καμωμένος

  Μετοχή επεξεργασία

λεπτοκαμωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία