μεγαλοκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
μεγαλοκαμωμένος, -η, -ο
- (για σώμα, σπάνιο) που είναι μεγάλων διαστάσεων
- ※ Ένας άλλος, ο πατήρ Θεοφάνης, μεγαλοκαμωμένος και επιβλητικός σαν προφήτης, με πυκνή, άσπρη γενειάδα που του σκέπαζε το στήθος (Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και Οδοιπόροι)
Αντώνυμα επεξεργασία
- μικροκαμωμένος (πιο συνηθισμένο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοκαμωμένος
|